Θεραπευτικές επιλογές για τη διαπυητική υδρωταδενίτιδα.

Πέμ, 06/02/2025

Η διαπυητική ιδρωταδενίτιδα είναι μια χρόνια, φλεγμονώδης δερματολογική πάθηση που επηρεάζει τους ιδρωτοποιούς αδένες. Χαρακτηρίζεται από επώδυνες, υποτροπιάζουσες βλάβες, όπως φλύκταινες, οζίδια, αποστήματα και συρίγγια, που εμφανίζονται κυρίως στις περιοχές με υψηλή συγκέντρωση ιδρωτοποιών αδένων, όπως οι μασχάλες, η βουβωνική χώρα, οι γλουτοί και κάτω από το στήθος.

Αναφορικά με τις αιτίες πρόκλησης της νόσου, η αιτία της διαπυητικής ιδρωταδενίτιδας δεν είναι πλήρως γνωστή, αλλά πιστεύεται ότι σχετίζεται με απόφραξη των θυλάκων των τριχών και μια μη φυσιολογική ανοσολογική αντίδραση. Οι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν:

  • Γενετική προδιάθεση: Υπάρχει οικογενειακή συσχέτιση στην εμφάνιση της νόσου.
  • Ορμονικές αλλαγές: Συχνά εμφανίζεται μετά την εφηβεία και επηρεάζεται από ορμονικές διακυμάνσεις.
  • Παχυσαρκία: Το αυξημένο σωματικό βάρος μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα.
  • Κάπνισμα: Συνδέεται με την ανάπτυξη και τη σοβαρότητα της νόσου.
  • Υπερίδρωση: Η αυξημένη εφίδρωση μπορεί να δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για την εκδήλωση της νόσου.

Η διαπυητική ιδρωταδενίτιδα χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια φλεγμονής και μπορεί να διακριθεί σε τρία στάδια:

  1. Ήπιο στάδιο (Στάδιο I): Μοναδικές βλάβες, χωρίς δημιουργία συριγγίων ή ουλών.
  2. Μέτριο στάδιο (Στάδιο II): Πολλαπλές βλάβες με ανάπτυξη αποστημάτων και αρχή δημιουργίας συριγγίων.
  3. Σοβαρό στάδιο (Στάδιο III): Εκτεταμένες βλάβες, συνδεδεμένα συρίγγια και σοβαρές ουλές.

Τα συμπτώματα της διαπυητικής ιδρωταδενίτιδας είναι ποικίλα. Ειδικότερα, η νόσος χαρακτηρίζεται από:

  • Επώδυνα οζίδια και αποστήματα.
  • Υποτροπιάζουσες φλεγμονές στις ίδιες περιοχές.
  • Δημιουργία συριγγίων ή ουλών σε προχωρημένα στάδια.
  • Αίσθηση καύσου και δυσφορίας, ειδικά κατά την κίνηση.

Η διαχείριση της διαπυητικής ιδρωταδενίτιδας περιλαμβάνει ποικίλες τοπικές θεραπείες που στοχεύουν στη μείωση των συμπτωμάτων και την πρόληψη υποτροπών. Ειδικότερα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν τοπικά αντιβιοτικά όπως κλινδαμυκίνη ή ερυθρομυκίνη, αντισηπτικά διαλύματα όπως χλωρεξιδίνη ή διαλύματα βενζοϋλικού υπεροξειδίου, τοπικά ρετινοειδή όπως ρεσορκινόλη και κορτικοστεροειδή.

Η χρήση γαληνικών σκευασμάτων για τη θεραπεία της διαπυητικής ιδρωταδενίτιδας προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις έτοιμες φαρμακευτικές μορφές, καθώς επιτρέπει την εξατομίκευση της θεραπείας και την καλύτερη διαχείριση των συμπτωμάτων. Ο συνδυασμός κλινδαμυκίνης και μπισαμπολόλης είναι ιδανικός για τη διαχείριση δερματικών φλεγμονών, παρέχοντας αντιμικροβιακή και καταπραϋντική δράση. Συγκεκριμένα, η κλινδαμυκίνη ως αντιβιοτικό αναστέλλει τη σύνθεση πρωτεϊνών των βακτηρίων, μειώνοντας τη φλεγμονή και την παρουσία παθογόνων μικροοργανισμών όπως ο Staphylococcus aureus, ενώ η μπισαμπολόλη ως φυσικό δραστικό συστατικό από το χαμομήλι, έχει καταπραϋντική, αντιφλεγμονώδη και αντιμικροβιακή δράση. Επιπλέον, τα γαληνικά σκευάσματα με χρήση ρεσορκινόλης χρησιμοποιούνται ευρέως για τη διαχείριση της νόσου λόγω των κερατολυτικών, αντιφλεγμονωδών και αντιβακτηριακών ιδιοτήτων της. Ειδικά σε μορφή γαληνικών σκευασμάτων, η ρεσορκινόλη μπορεί να προσφέρει στοχευμένη ανακούφιση στις πληγείσες περιοχές.

Η διαπυητική ιδρωταδενίτιδα είναι μια χρόνια πάθηση που μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής του ασθενούς. Οι επώδυνες βλάβες, οι ουλές και η συχνή υποτροπή μπορούν να επηρεάσουν τόσο τη σωματική όσο και την ψυχολογική υγεία, οπότε η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία είναι κρίσιμες για τη διαχείριση της διαπυητικής ιδρωταδενίτιδας. Η συνεργασία με έναν εξειδικευμένο δερματολόγο και η τήρηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση των συμπτωμάτων και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών.

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές:

Zouboulis, C. C., Desai, N., Emtestm, L., Hunger, R. E., Ioannides, D., Juhász, I., ... & Jemec, G. B. E. (2015). European S1 guideline for the treatment of hidradenitis suppurativa/acne inversa. Journal of the European Academy of Dermatology and Venereology29(4), 619-644.

Jemec, G. B. (2012). Hidradenitis suppurativa. New England Journal of Medicine366(2), 158-164.

Fougerousse, A. C., Maccari, F., Guillem, P., & Reguiai, Z. (2022). Antibiotic Treatment for Hidradenitis Suppurativa in France: A Practice Survey. Clinical, Cosmetic and Investigational Dermatology, 2641-2645.

Napolitano, M., Megna, M., Timoshchuk, E. A., Patruno, C., Balato, N., Fabbrocini, G., & Monfrecola, G. (2017). Hidradenitis suppurativa: from pathogenesis to diagnosis and treatment. Clinical, cosmetic and investigational dermatology, 105-115.

Scheinfeld, N. (2013). Hidradenitis suppurativa: a practical review of possible medical treatments based on over 350 hidradenitis patients. Dermatology online journal19(4).

CorderoRamos, J., BarrosTornay, R., ToledoPastrana, T., Ferrándiz, L., CallejaHernández, M. Á., & MorenoRamírez, D. (2022). Effectiveness and safety of topical 15% resorcinol in the management of mildtomoderate hidradenitis suppurativa: a cohort study. The Journal of Dermatology, 49(4), 459-462.

Molinelli, E., Brisigotti, V., Simonetti, O., Sapigni, C., D'Agostino, G. M., Rizzetto, G., ... & Offidani, A. (2022). Efficacy and safety of topical resorcinol 15% versus topical clindamycin 1% in the management of mildtomoderate hidradenitis suppurativa: A retrospective study. Dermatologic Therapy, e15439.

Pascual, J. C., Encabo, B., de Apodaca, R. F. R., Romero, D., Selva, J., & Jemec, G. B. (2017). Topical 15% resorcinol for hidradenitis suppurativa: an uncontrolled prospective trial with clinical and ultrasonographic follow-up. Journal of the American Academy of Dermatology, 77(6), 1175-1178.

Clemmensen, O. J. (1983). Topical treatment of hidradenitis suppurativa with clindamycin. International journal of dermatology, 22(5), 325-328.

Jemec, G. B. (2012). Hidradenitis suppurativa. New England Journal of Medicine, 366(2), 158-164.